- ἀνικεί
- ἀνῑκεί or [full] ἀνῑκί, Adv.A without victory, D.C.61.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανικεί — ἀνικεί και ἀνικί επίρρ. (Α) χωρίς νίκη … Dictionary of Greek